- εξαήμερο
- τοη εξαημερία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαήμερος — η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ημερών, που αποτελείται από έξι ημέρες: Εξαήμερη άδεια. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαήμερο (βλ. λ.). 3. (εκκλησ.), το θηλ. ως ουσ., εξαήμερος (ενν. περίοδος), οι έξι ημέρες της δημιουργίας και το ουδ., εξαήμερο οι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάμερο — το 1. εξαήμερο 2. (ως επίρρ.) για έξι ημέρας … Dictionary of Greek
εξαήμερος — η, ο (AM ἑξαήμερος, ον) 1. διάρκειας ή ισχύος έξι ημερών («εξαήμερη προθεσμία», «εξαήμερη άδεια») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑξαήμερος οι έξι ημέρες τής δημιουργίας τού κόσμου κατά την Παλαιά Διαθήκη μσν. νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑξαήμερο(ν) ἡ… … Dictionary of Greek
εξάμερο — το 1. το εξαήμερο, η εξαημερία. 2. ως επίρρ., εξάμερο για έξι ημέρες, επί έξι ημέρες: Εξάμερο ταξιδεύαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαημερία — εξαημερία, η και εξαμερία, η χρονικό διάστημα έξι ημερών, το εξαήμερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АПОЛОГЕТИКА — [греч. ἀπολογία защита, оправдание, заступничество; речь, сказанная или написанная в защиту кого либо; ἀπολογέομαι защищаться, оправдываться, приводить, говорить что либо в свою защиту], в общем смысле это любая защита христианства от обвинений и … Православная энциклопедия